ρομποτική

ρομποτική
η, Ν
τεχνολ. τεχνολογικός κλάδος, παράγωγος τής τεχνολογίας τού αυτοματισμού, που ασχολείται με τη μελέτη και ανάπτυξη τών ρομπότ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μικροκινητήρας — ο (ηλεκτρολ.) κινητήρας πολύ μικρών διαστάσεων τού οποίου η ταχύτητα περιστροφής είναι, γενικά, ελεγχόμενη και τού οποίου διάφοροι τύποι χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην οδοντική χειρουργική, την ωρολογοποιία, την κυβερνητική, τη ρομποτική κ.α.… …   Dictionary of Greek

  • ρομπότ — Μηχάνημα ικανό να εκτελεί πράξεις, που αποτελούν μέρος ενός καθορισμένου προγράμματος, και με ορισμένες λειτουργικές ομοιότητες με τον άνθρωπο. Ο όρος προήλθε από την τσεχική λέξη robota (= εργασία), όταν ο Κάρελ Τσάπεκ έγραψε το 1923 το ονομαστό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”